δρύφακτο

δρύφακτο
το και δρύφακτος και δρυφάκτης, ο (AM δρύφακτος, ο)
ξύλινο κιγκλίδωμα που διαχωρίζει έναν χώρο, κάγκελα
νεοελλ.
1. ελαφρό σανίδωμα που επεκτείνει την πλευρά τού πλοίου πέρα από το κατάστρωμα για μετριασμό τής εισροής τών υδάτων, στηθαίο, θωράκιο, παραπέτο, κούτελο
(στα παλιότερα πολεμικά) σανίδωμα για απόκρυψη από τον εχθρό
2. στρ. αμυντικό έργο φτιαγμένο με σειρά πασσάλων μπηγμένων στη γη και γερά δεμένων μεταξύ τους
3. κινητό φράγμα που τοποθετείται στις ισόπεδες διαβάσεις, όταν περνά αμαξοστοιχία για να φράξουν τον δρόμο
4. τόπος περιφραγμένος από κιγκλίδες
αρχ.
1. (γενικά) κιγκλίδες
2. εξώστης, μπαλκόνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αδρύφακτος — ἀδρύφακτος, ον (Μ) [δρύφακτος] 1. αυτός που δεν έχει δρύφακτο, δηλ. κιγκλίδωμα [«ἀδρύφακτον, ἄνευ δικαστηρίου, ἥ ἀφύλακτον, ἀτείχιστον» (Ησύχιος)] 2. «ἄπονος καὶ ἀταλαίπωρος» (Ανέκδ. Βεκκ. 345) …   Dictionary of Greek

  • δρυφάκτωμα — ( ατός), το (Α) τόπος περιφραγμένος με δρύφακτο …   Dictionary of Greek

  • δρυφακτώνω — (AM δρυφακτῶ, όω) περιφράσσω με δρύφακτο, κιγκλιδώνω αρχ. οχυρώνω …   Dictionary of Greek

  • κάγκελο — το (AM κάγκελ[λ]ον) 1. ξύλινη ή σιδερένια ράβδος που μαζί με άλλες, τοποθετημένες σε μικρή απόσταση, σχηματίζει φράχτη, η κιγκλίδα, το δρύφακτο* 2. στον πληθ. τα κάγκελα φράχτης, παραπέτο που σχηματίζεται από ξύλινες ή σιδερένιες ράβδους και… …   Dictionary of Greek

  • μόσσυν — μόσσυν, υνος και μοσσύν, ύνος, ὁ (ΑΜ, Α και μόσυν, ὁ) ξύλινος πύργος ή σπίτι αρχ. 1. δρύφακτο, περίφραγμα 2. πιθ. ναυπηγείο 3. (κατά τον Ησύχ.) «πύργος, έπαλξις». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. κυρίως τού νότιου Εύξεινου Πόντου (πρβλ. Μοσσύν οικοι, ονομ. λαού που… …   Dictionary of Greek

  • παραπέτο — το 1. χαμηλό προστατευτικό τείχισμα, στηθαίο γέφυρας, δρόμου, παραθύρου κ.λπ. 2. ναυτ. δρύφακτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. parapeto (< παρ[α] * + petto «στήθος», πρβλ. λ. πέτο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”