- δρύφακτο
- το και δρύφακτος και δρυφάκτης, ο (AM δρύφακτος, ο)ξύλινο κιγκλίδωμα που διαχωρίζει έναν χώρο, κάγκελανεοελλ.1. ελαφρό σανίδωμα που επεκτείνει την πλευρά τού πλοίου πέρα από το κατάστρωμα για μετριασμό τής εισροής τών υδάτων, στηθαίο, θωράκιο, παραπέτο, κούτελο(στα παλιότερα πολεμικά) σανίδωμα για απόκρυψη από τον εχθρό2. στρ. αμυντικό έργο φτιαγμένο με σειρά πασσάλων μπηγμένων στη γη και γερά δεμένων μεταξύ τους3. κινητό φράγμα που τοποθετείται στις ισόπεδες διαβάσεις, όταν περνά αμαξοστοιχία για να φράξουν τον δρόμο4. τόπος περιφραγμένος από κιγκλίδεςαρχ.1. (γενικά) κιγκλίδες2. εξώστης, μπαλκόνι.
Dictionary of Greek. 2013.